Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. οι Έλληνες της Σικελίας πολεμούσαν για μια ακόμη φορά κατά των προαιώνιων αντιπάλων τους, των Καρχηδονίων. Ο Διονύσιος των Συρακουσών, αυτή τη φορά επιθυμούσε να προετοιμάσει όσο το δυνατόν καλύτερα τις ελληνικές δυνάμεις. Πέραν όμως των κλασσικών όπλων οι μηχανικοί του Διονυσίου επινόησαν ένα νέο όπλο, τον καταπέλτη.
Εφευρέτης του κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο διάσημος στρατηγός και μηχανικός Αρχύτας ο Ταραντίνος, ο οποίος κατασκεύασε και την πρώτη πτητική μηχανή του κόσμου. «Και γαρ το καταπελτικόν ευρέθη κατά τούτον τον καιρόν εν Συρακούσαις, ως αν των κρατίστων τεχνιτών πανταχόθεν εις ένα τόπον συνηγμένων» (Και πράγματι οι καταπέλτες εφευρέθηκαν εκείνον τον καιρό στις Συρακούσες, γιατί είχαν συγκεντρωθεί εκεί από παντού οι καλύτεροι των τεχνιτών), αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Τι ήταν όμως ο καταπέλτης ;
Όπως μαρτυρά και το όνομα του ο καταπέλτης ήταν μια βλητική πολεμική μηχανή, ικανή να διαπερνά τις ασπίδες των αντιπάλων (τις πέλτες). Στην πρώτη του μορφή ήταν ένα όπλο κατά προσωπικού, σχεδιασμένο ειδικά κατά των πυκνών φαλαγγών. Οι πρώτοι καταπέλτες ήταν απλής σχεδίασης και κατασκευής.
Ονομάστηκαν γαστραφέτες γιατί ο χειριστής τους, τους στήριζε στην κοιλιά του (στη γαστέρα) κατά την επαναγέμιση, ίσως και κατά τη βολή. Οι γαστραφέτες στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μεγάλες βαλλίστρες (σταυρωτά τόξα), όμοιες σχεδόν με τις αντίστοιχες μεσαιωνικές. Ο γαστραφέτης έβαλε ένα μεγάλο βέλος, με μεγάλη ταχύτητα και άρα διατρητική ικανότητα.
Το βεληνεκές μάχης του ήταν ικανοποιητικό για την εποχή και ξεπερνούσε τα 200 μέτρα. Παράλληλα, ο Διονύσιος διέταξε την κατασκευή πολυώροφων πολιορκητικών πύργων, εξοπλισμένων με γέφυρες και καταπέλτες, αλλά και μεγαλυτέρων και ισχυρότερων πολεμικών πλοίων, τετρήρεων και πεντήρεων.
Όταν ετοιμάστηκαν όλα ο Διονύσιος κίνησε, το 397 π.Χ., επικεφαλής 80.000 πεζών, 3.000 ιππέων και για πρώτη φορά στην ιστορία εκατοντάδων πολεμικών μηχανών κατά της Μοτύης, της κύριας βάσης των Καρχηδονίων στη Σικελία. Οι Έλληνες άρχισαν την πολιορκία της Μοτύης υψώνοντας ανάχωμα. Πριν ολοκληρώσουν όμως τις εργασίες έφτασαν στην πόλη καρχηδονιακές ενισχύσεις – 100 πλοία υπό τον Ιμίλκωνα.
Ο Διονύσιος όμως επάνδρωσε τα πλοία με πολλούς τοξότες και σφενδονήτες και έταξε τους καταπέλτες του στην ακτή. Έτσι η επίθεση των Καρχηδονίων αποκρούσθηκε εύκολα, καθώς τα βέλη των καταπελτών έκαναν θραύση στους αντιπάλους και όπως ιστορεί ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, «κατάπληξιν είχε μεγάλην τούτο το βέλος διά το πρώτως ευρεθήναι κατ’εκείνον τον καιρόν».
Οι οξυβελείς γαστραφέτες λοιπόν και ο αιφνιδιασμός που προκάλεσαν στους Καρχηδονίους έδωσαν την νίκη στους Έλληνες και εξανάγκασαν τον Ιμίλκωνα σε αποχώρηση. Κατόπιν ο Διονύσιος χρησιμοποίησε κατά των τειχών τους καταπέλτες, αλλά και τους εξαώροφους πολιορκητικούς του πύργους, οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα ήταν εξοπλισμένοι και με κριούς, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Διόδωρος.
Τελικώς οι μηχανές των Ελλήνων επέτυχαν να δημιουργήσουν ρήγμα στο τείχος και εισήλθαν στην πόλη. Οι υπερασπιστές της, μαζί με τους κατοίκους υποχώρησαν εντός της πόλης και οχυρώθηκα στα σπίτια. Τότε ο Διονύσιος διέταξε την είσοδο των πύργων στην πόλη. Οι πύργοι σύρθηκαν εντός.
Οι Έλληνες τους τοποθετούσαν εμπρός από τα οχυρωμένα σπίτια και έριχναν τις ξύλινες γέφυρες στις ταράτσες τους. Με τον τρόπο αυτό εισέβαλαν από ψηλά στα σπίτια και τελικά ύστερα από άγρια ολονύκτια σύγκρουση κατέλαβε την πόλη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Διονύσιος σταύρωσε όλους τους Έλληνες μισθοφόρους των Καρχηδονίων που συνέλαβε αιχμαλώτους με την κατηγορία της προδοσίας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου